Απόγιομα τση Κυριακής, μπριτού το καρναβάλι,
οι Ληξουριώτες, σκέφτονται θέμα για φέτος πάλι.
Κάποιος προτείνει τον Ξηρό, τον Δένδρια θέλει άλλος
κι ένας μολάει νια πορδή που σκίζεται ο καβάλος.
Άλλος, με δημοψήφισμα στο κάθε Ληξουριώτη,
να ντύσουνε καρνάβαλο έναν Αργοστολιώτη.
Όλοι τόνε κοιτάξανε, τσου άρεσε η ιδέα
και τ’ άρμα θα το στήσουνε κάτω, στη προκυμαία.
Να τσου κοιτά να το κοιτούν, μπροστά στο Λασκαράτο
κι όποιος περάσει και το δει, να πάει το μαντάτο.
Και κει που ήταν έτοιμοι να φύγουνε με γέλια,
ταρακουνήθηκε η γη και τρίξαν τα θεμέλια.
-Σεισμός, όλοι φωνάξανε και πεταχτήκαν έξω.
-Ώρα που βρήκα, ακούστηκε, θέμα για να διαλέξω.
Ο κόσμος τρέχει σκούζοντας, τάζουν, σταυροκοπιούνται,
άλλοι τρομάζουν, βλαστημούν και άλλοι καταριούνται.
Τοίχοι ραγίσαν σα γυαλιά, σπάσαν τα κεραμίδια,
σπάσανε και του δήμαρχου τα δυο του τα καρύδια.
Δρόμοι, λιμάνι, κτίρια, σα να μη τα γνωρίζεις,
πενήντα τρία σκέφτεσαι, θυμάσαι και δακρύζεις.
Γίνεται δεύτερος σεισμός, ξημέρωμα Δευτέρας
κι όλα τα αποτέλειωσε, το φοβερό το τέρας.
Γκρεμίστηκαν οι εκκλησιές, καμπαναριά λυγήσαν
και στου Παρίση το μαντρί, τ’ αρνιά χοροπηδήσαν.
Ο κόσμος ειν’ ανήσυχος, τάζει κεριά, λαμπάδες,
χέστηκαν όλες οι γριές και τους μοιράζουν πάνες.
Στον Άγιο Χαράλαμπο ανάβουνε κεράκι,
μη πούνε κι οι απέναντι πως τσου χουμε ανάγκη.
Στείλανε τρόφιμα πολλά, στείλαν νερά, πατάτες,
έστειλε κι οι κυβέρνηση δυο γανωμένες λάτες.
Από τον Έβρο στείλανε ως με τον Ψηλορείτη,
στην άκρη οι εθελοντές, στη μέση, η Αφροδίτη.
Τρίτος σεισμός…., πολιτικός, μες του σεισμού το χάλι,
η πληγωμένη Παλική μένει χωρίς κεφάλι.
Κάποιες κυψέλες άνοιξαν και χύθηκε το μέλι
κι οι μέλισσες ορμήσανε να φάνε το Βαγγέλη.
Στη τρίχα την εγλύτωσε, δε θα ‘μενε μπουκούνι,
πρόλαβε όμως κι άρπαξε ένα χοντρό μπαστούνι.
Γράφει και νια παραίτηση και δυνατά φωνάζει:
-Πόρτες ανοίξετε πολλές κι από ολούθε μπάζει.
Μα έπιασε το πες και πες με τσ’ ώρες ο γαλίφης.
-Βαγγέλη, όπου έφτυσες μετά πως πας και γλύφεις;
Του ‘ταξαν ολοκαίνουργιο μπαστούνι να του δώσουν,
μάλιστα υποσχέθηκαν να του το παραδώσουν.
Και έρχονται και εκλογές κι είμαστε μπερδεμένοι
και ποιόνε να εμπιστευτείς, που ‘ν’ όλοι κουνημένοι;
Κουνιόμαστε, κουνιόμαστε, καράβι που σκοντάβει,
εμείς τα λογαριάζουμε και κείνος κόβει – ράβει.
Εύχομαι να τελειώσουμε χωρίς ψηλό τακούνι,
κυρίως να μη χρειαστεί να ψάχνουμε μπαστούνι.
Ο Ληξουριώτης κι ο σεισμός δεν έχουν φρονιμάδα,
εκείνος τη καταστροφή, εμείς τη ζουρλαμάδα.
Τσι έγνοιες, τα προβλήματα, δέστε τα στο τσουβάλι
κι ας κουνιστεί και ο σεισμός μαζί, στοκαρναβάλι.
Βασίλη το ψαξες το θέμα
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι έταξαν στον Αντιδήμαρχο
ΜΑΣΤΟΥΝΙ Η ΜΠΟΥΚΟΥΝΙ