Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ

Την άρχισα "εξ απαλών ονύχων". Από τότε που τα νύχια μου ήταν απαλά, από μικρό παιδί δηλαδή. Πρώτος κατηχητής η γιαγιά από πατέρα. Μου κρατούσε το χέρι το δεξί (το καλό μου) να κάνω το σταυρό και μου υπαγόρευε κάποια προσευχή. Ήταν θεοφοβούμενη και θεοσεβούμενη. Μου μιλούσε για τον καλό Χριστούλη και από τα εικονίσματά της θυμάμαι τον εσταυρωμένο και ένα άλλο με τον Άη Γιώργη καβαλάρη να σκοτώνει το δράκο. Αργότερα προστέθηκε και ένα άλλο, της Αγίας Ζώνης, από λάθος. Σε μία πανήγυρη, μικροπωλητής παρακαλούσε τον πατέρα μου να αγοράσει ένα εικόνισμα. Για να τον ξεφορτωθεί του ζήτησε ένα απίθανο, την Αγία Ζώνη. "Μάλιστα κύριε", έψαξε , την βρήκε και του την έβαλε στο χέρι. Ο γέρος την πάτησε! Με έσερνε η γιαγιά μου στην εκκλησιά και εγώ την τραβούσα να μπούμε στην πρώτη στο δρόμο μας, τον κεντρικό  του Αργοστολιού, την Μαλτέζικη (των καθολικών). Μουλάρωνα και καθόμουν κάτω στα σκαλιά της. Μου άρεσε το αρμόνιο που άκουγα από μέσα. Ποτέ δεν μου' καμε τη χάρη. Σε ηλικία δυόμισυ ή τριών χρονώ με βάφτισαν χριστιανό υποχρεωτικά και ανερώτητα στο μοναστήρι "Κηπούργια" πάνω σ' ενα βράχο στα δυτικά παράλια της Κεφαλονιάς. Μαζεύτικαν εκεί καθηγητάδες, καθηγήτριες, δασκάλες και δάσκαλοι, η παρέα του πατέρα μου με τις συζύγους τους, που μπορούσαν σ' αυτή την ερημη τοποθεσία να τραγουδούν και να μιλάνε λέφτερα...Από αυτούς ο Ευθύμιος Κουρούκλης, λένε ο καλύτερος φιλόλογος της Κεφαλονιάς, ο οποίος έγινε αργότερα νουνός ενός αδερφού μου που πέθανε βρέφος, υπήρξε ο πρώτος που τουφέκισαν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά μόλις κατέλαβαν τη Θεσ/νίκη. Ένας άλλος καθηγητής χημικός αυτός ο Ανδρέας Γιαννόπουλος, εκτελέστηκε λίγο μετά στο στρατόπεδο του Χα'ι'δαριού και έναν τρίτο τον φιλόλογο Διονύση Ρατσιάτο γιο του παπά από το χωριό της σημερινής βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ Αφροδίτης Θεοπεφτάτου, τον κρέμασαν οι Χιτλερικοί στην πλατεία του Ληξουριού μαζί με άλλους 4 πατριώτες. Ανέβηκε μόνος του στο σκαμνί, πέρασε τη θηλειά στο λαιμό του χαιρέτησε τους μαθητές (-ριές) του και είπε "Εσύ θα μας εκδικηθείς τυραννομάχα νιότη". Νουνός μου ο φιλόλογος και ιστορικός Μεμάγγελος Ευθυμιάτος, αργότερα Γυμνασιάρχης θηλέων Αργοστολίου, ο "Γάτος" όπως τον έλεγαν τα κορίτσια, στάλθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής με δυσμενή μετάθεση στην Κοζάνη χώρια από την σύζυγό του, την καλή φιλόλογο Σοσώ (Σοφία) Βορίση. Εκεί και οι  τρείς αδερφοί Γεωργάτοι. Ο μαθηματικός Παναγής με δυσμενή μετάθεση στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής, ο  αδελφός του επίσης μαθηματικός Διονύσης αργότερα ελασίτης και τρόφιμος της Μακρονήσου καθ' όλη την "εθνοσωτήρια" λειτουργία της και ο μικρότερος Κωστάκης γνωστός στη συνέχεια δικηγόρος των Αθηνών. Ακόμη οι αδελφοί Φραγκάτοι. Ο Μήτσος φυσιογνώστης -γεωλόγος και ο Μεμάς αργότερα χημικός που ζει νομίζω ακόμη στις Η.Π.Α. με πολλές διακρίσεις. Ήταν και άλλοι του ιδίου φυράματος... "Κομμουνιστάδες δίκοπα μαχαίρια" όπως τους έλεγε ένας συνάδελφός τους από τα Δωδεκάνησα. Η δασκάλα μάνα μου κυρίως θεοφοβούμενη και λίγο θεοσεβούμενη -τα τάματα για μένα αρκετά- συντασσόταν κυρίως με την χριστιανή πεθερά της. Ο πατέρας δεν μιλούσε. Όταν είμουν σχεδόν 6 ετών κηρύχθηκε ο πόλεμος του 40. Μας βρήκε στο χωριό της μάνας μου τα Χαυριάτα, όπου οι γονείς συνυπηρετούσαν. Το σπίτι απέναντι από την είσοδο της εκκλησιάςστην ανατολική άκρη του χωριού. Στη βορινή της πλευρά το νεκροταφείο, ανάμεσά τους δρόμος. Αυτόν το δρόμο συχνά πυκνά τον διάβαινα τα βράδια μόλις έπεφτε το σκοτάδι κατ' εντολή του πατρός. Φωτισμός δεν υπήρχε. Μ' έστελνε στο σπίτι  του Τζώρτζη του Προέδρου όπου το μοναδικό χειροκίνητο τηλέφωνο να μου πει νέα από το Ληξούρι που είχαν ραδιόφωνο. Την κατάσταση στο μέτωπο, εντολές προ'ι'σταμένων διοικητικών, εκπαιδευτικών. κ.λ.π...Γύρω μου ερημιά. Έσκυβα το κεφάλι, μισόκλεινα τα μάτια, σταυροκόπημα και προσευχές. Τον χρόνο εκείνο κάθησα και για πρώτη φορά στο θρανίο όπου και έβγαλα την πρώτη Δημοτικού με τον βαθμό 9. Το 10 μου το αρνιόνταν γιατί είμουνα γιος τους. 10 μου έβαζε μόνο η μάνα μου σε κάτι αυτοσχέδια αποδεικτικά πριν πάω στο Δημοτικό όταν μάθαινα κανένα τραγουδάκι όπως την "σουπιά την τηγανισμένη", την "βαρκούλα του ψαρά" κ.λ.π. Το Καλοκαίρι μετακομίσαμε στο χωριό του πατέρα μου στα Δαμουλιανάτα και από θρανίο πήρα 5χρονο διαζύγιο με την ιδιότητα του "κατ' οίκον" ή ακριβέστερα "κατά κάμπον διδασκόμενου". Βιβλία και τετράδια αγοράστηκαν προκαταβολικά και για βάθος χρόνου...Γρήγορα και προοδευτικά ενσωματώθηκα στην κοινή οικογενειακή προσπάθεια για επιβίωση μέσα στην Ιταλική και συνέχεια την Γερμανική κατοχή. Έγινα καουμπόης χωρίς άλογο και λάσο. Άρχισα να βόσκω μία ελβετική αγελάδα που τη λέγαμε Ηρώ και αργότερα και τις δύο θυγατέρες της. Μαζί τους και δύο γα'ι'δουράκια που όταν ψόφησε το γέρικο αντικαταστάθηκε μ' ένα όμορφο μουλάρι. Προστέθηκε και μία κατσίκα. Παράλληλα δουλειά στο μελισσοκομείο μας. Άριστη θεωρητική και πρακτική κατάρτηση. Αμπαλάρισμα κομμένου χόρτου από εργάτες και εργάτριες, σφικτό φόρτωμα στα ζώα, ισομέρισμα βάρους για το φόβο της ανατροπής από τους αγέρηδες, κουβάλημα στις αποθήκες...Τέλειος αγωγιάτης. Νεροκουβαλητής από τα πηγάδια, πότισμα κήπου...Χωράφια λιγοστά. Οι Ελβετικές αγελάδες δεν χορταίνουν εύκολα. Τις έβοσκα στους λόγγους και δρόμο, δρόμο στις άκρες του, τα ρείθρα, τις "γράνες" που λέει και ο Πολύδωρας, πέντε, έξη, ή και εφτά χιλιόμετρα μακριά. Εδώ η εκκλησιά και το νεκροταφείο δεν ήταν κοντά στα σπίτια αλλά χώρια πιθανότατα από παλιό σεισμό που τα ισοπέδωσε και οι χωρικοί προτίιμησαν να ξανακτίσουν λίγο πιο πέρα εκτός απο την εκκλησιά και το νεκροταφείο δίπλα της που προτίμησαν να ανοικοδομήσουν στην ίδια θέση. "Παναγία στο βουνό" τη λένε. 
   Κάνω μία παρένθεση:  Το έργο πρόσφατα το ξαναείδα με μια εκδρομή της Λέσχης Φιλίας Βριλησσίων, στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας. Ένας ξεναγός-Ιστορικός μας εξήγησε ότι το "ΜΑΚ" των Μακεδόνων δεν σημαίνει "ψηλός", δεν ήταν ψηλοί όπως αρχικά νόμιζαν αλλά πως κατάγονταν από ψηλά που ζούσαν, στα βουνά βόσκοντας γίδια. Από εδώ και η ονομασία της πρώτης τους πρωτεύουσας "ΑΙΓΕΣ" και το νεκροταφείο τους με τους περίφημους τάφους όπου και το διατήρησαν για την ιερότητα του τόπου όταν έγιναν τρανοί, κατέκτησαν τον κάμπο και μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Πέλλα, τότε κοντά στη θάλασσα.
   Και συνεχίζω: Το νεκροταφείο του χωριού μου τότε στην κατοχή είχε λίγους πέτρινους τάφους και πολύ χορτάρι. Αυτό έπεσε στο μάτι του πατέρα μου, με κοίταξε και μου είπε: Το βράδυ που οι χωριανοί θα βρίσκονται όλοι στα σπίτια τους, θα φέρεις τις αγελάδες εδώ να βοσκήσουν. Ήμουν ήδη δέκα χρονώ παιδάκι. Πάγωσα αλλά η διαταγή, διαταγή! Απορριπτέα κατ' εμέ παιδαγωγική! Νύχτα μέσα στο νεκροταφείο στο βουνό, μόνος, ανάμεσα στα μνήματα, δύο-τρία κυπαρίσσια και μια τεράστια αγριοκαρυδιά που σήμερα δεν υπάρχει, να θρο'ί'ζουν τα φύλλα τους στο αεράκι...Σταυροκόπημα συναγωνιζόμενο εκείνο του αδερφού ενός πρώην προθυπουργού που κάνει τον συγγραφέα και συνεχή επίκληση στην Παναγία να με συγχωρήσει για την βεβήλωση. Οι αγελάδες έφαγαν του σκασμού. Γύρισα σπίτι. Πριν ξημερώσει νέα διαταγή να πάω μόνος μ' ένα αυτοσχέδιο φτυάρι να σβύσω τα ίχνη πριν φτάσει εκεί κάποιος συγχωριανός. ..
 
ΤΑ ΧΕΙΛΟΒΡΑΧΑ ΑΠΟ ΚΑΤΩ 100 ΜΕΤΡΑ  Η ΘΑΛΑΣΣΑ 
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΖΑΛΙΖΕΣΑΙ ΣΧΕΔΟΝ  ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ 
Μια άλλη φορά έβοσκα τις αγελάδες και τη γίδα στα χειλόβραχα. Εκεί που από κάποια παλαιά καθίζηση βούλιαξε η στεριά και σχηματίστηκαν οι βράχοι στα δυτικά παράλια του νησιού με τα απότομα βαθιά νερά. Λένε πωςστου χωριού μου τα παράλια είναι οι ψηλότεροι. Αργεί η πέτρα να σκάσει κάτω! Μία διάβαζα, δύο αγνάντευα! Μαγεία το ανοιχτό απέραντο Ιόνιο τις καλοκαιριές με τα ανθρωπάκια πίσω μου μες τη μιζέρια και κάπου μακριά προς τη Δύση ένα πλοίο μέσα στον πολιτισμό και το ρίσκο συναπαντήματος μιας νάρκης, μιας τορπίλας, ενός βομβαρδισμού... Πόσο θα' θελα να είμουν μέσα του!..Φοβερό το θέαμα στις καταιγίδες! Χορεύει παντού το μαύρο με το γκρίζο στο ρυθμό που ορίζει η συναυλία του Γαρμπή και του Πουνέντε! Κάτω μανιασμένοι πολλοί Ποσειδόνες χτυπούν ασταμάτητα τους βράχους μας και απ' το βαθύγκριζο ταβάνι κρέμουνται ένας, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, οι υδροσίφωνες!.. Σε κομμένα  από σεισμούς και νεροποντές μονοπάτια πιανόμενος στους θάμνους κατέβαινα λίγα μέτρα και μου άρεσε να φωνάζω μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις για να μου τις φέρνει η ηχώ από τις πτυχές των βράχων δύο και τρείς φορές πίσω: (Ηρώ..Ηρώ..Ηρώ..). Διάβαζα κατά κύκλους τα μαθήματα π.χ. Γεωγραφία για 15, 20, 25 μέρες και στο τέλος εξέταση στο σπίτι, στον κάμπο, όπου τύχαινε.   Φθάνει λοιπόν ο πατέρας δάσκαλος στα χειλόβραχα με γατοπερπάτημα και στέκεται δίπλα μου Φάντης μπαστούνι. "Τι διαβάζεις ορέ τώρα;" Κι εγώ: "Ιστορία". "Για τον Ιουστινιανό;" "Όχι, Εκκλησιαστική Ιστορία". "Για το Χριστό; Φέρτον εδω". Του δίνω το βιβλίο και το πετάει με δύναμη μακριά προς τη μεριά της θάλασσας! Ο αέρας το άνοιξε βεντάλια και χάθηκε στου βράχου το βάραθρο.
   Ήρθε ο καιρός να δώσω εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Γυρίζαμε από το μελισσοκομείο. Εκείνος καβάλα στο μουλάρι, εγώ στο γα'ι'δουράκι και με ρωτάει: "Είσαι έτοιμος;" "Είμαι". Ερωτήσεις εφ' όλης της ύλης. Φτάνει στα θρησκευτικά.Τον κοιτάζω με απορία! Του λέω: "Δεν θυμάσαι;.." Mε ξαναρωτάει. "Ξέρεις τουλάχιστο το ΠΙΣΤΕΥΩ;". "Όχι". "Τι χριστιανός είσαι;" To' xε ρίξει στην πλάκα και ξαφνικά αρχίζει: "Πιστεύω εις ένα Θεό..." Λέγε! Επαναλαμβάνω. Πρόταση την πρόταση, μέχρι να φτάσουμε στο χωριό το' ξερα νεράκι. Στις εξετάσεις δεν με ρωτήσανε θρησκευτικά. Όταν δεκαετίες αργότερα βρέθηκα στη θέση να βαφτίσω μια φορά στη ζωή μου την κορούλα ενός φίλου μου στη Θεσ/νίκη, ο παπάς μου έδωσε ένα ιερό βιβλίο ανοιχτό στο "πιστεύω". Το έκλεισα, του το επέστρεψα ευγενικά και έκανα μια απαγγελία που σίγουρα δεν είχε ξανακούσει. Απαγγέλω πολύ καλά. Σε μιά απαγγελία μου ποιήματος του Βάρναλη στο κινηματοθέατρο "Κλειώ" στην οδό Εγνατίας κάποτε στην ίδια πόλη, με πλησίασε ένα ζεύγος ηθοποιών και με ρώτησε ποιά Θεατρική  Σχολή έχω τελειώσει...
   Πέρασα από όλα τα στάδια της πίστης και της άρνησής της. Θεοφοβία μέχρι απιστία με ενδιάμεσες ταλαντεύσεις. Ποτέ δεν μ' άγγιξε η Θεοσέβεια. Η ανθρωποσέβεια ΝΑΙ! Διάβασα, διάβασα και Αστροφυσική όσο μπορούσα, σοβαρά προβληματίστηκα και κατέληξα άθρησκος και αγνωστικιστής. Την αθε'ί'α όπως του πατέρα μου, τη θεωρώ τζάμπα μαγγιά και παλαιομοδίτικη θέση από έναν μανιχα'ι'σμό πρωτόγονης αριστεροσύνης. Ζω σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Γύρω μου πολλοί πιστοί και θεομπαίχτες. Πάντως την ηθική διδασκαλία του Χριστιανισμού (όση δεν είναι κατά της ανθρώπινης χαράς) και κάθε άλλης θρησκείας με την ίδια προ'υ'πόθεση, δεν τη χαρίζω στους φασίστες. Τους αληθινούς πιστούς και ερωτευμένους ανθρώπους με οποιονδήποτε τρόπο τους θεωρώ φίλους μου και σύμμαχους, για έναν ανθρωπισμό χωρίς όρια...
   Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος, Συνταξιούχος του ΤΣΑΥ, Βριλήσσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου