Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα νηστείας, κατάνυξης, περισυλλογής αλλά
και χαράς για τα παιδιά. Τα παιδιά των παιδικών μου χρόνων. Μετά τον «ΛΑΖΑΡΟ»,
«ΤΑ ΠΑΘΗ» ή «Το μοιρολόι
της Παναγίας».
Παρέες – παρέες γυρνάγαμε τις γειτονιές του χωριού (ΔΑΜΟΥΛΙΑΝΑΤΑ), μπαίναμε στα σπίτια και λέγαμε τα «ΤΑ ΠΑΘΗ».
Ένας κράταγε ένα ξύλινο σταυρό τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα και λίγες βιολέτες στην κορυφή του, άλλος κράταγε μικρό καλάθι για τα αβγά (βαμμένα κόκκινα με θαλασσινή βαφή αυτή τη φορά) και τα μουστοκούλουρα που μας φίλευαν οι νοικοκυρές και άλλος έπαιρνε από όποιον είχε να μας δώσει κάποιο πενηνταράκι ή δραχμή.
Στο τέλος γινόταν η μοιρασιά.
Χρόνια ξέγνοιαστα, χαρούμενα, ευλαβικά αλλά και φτωχικά και ανθρώπινα.
Χρόνια που σου αφήνουν όμορφες αναμνήσεις.
Παρέες – παρέες γυρνάγαμε τις γειτονιές του χωριού (ΔΑΜΟΥΛΙΑΝΑΤΑ), μπαίναμε στα σπίτια και λέγαμε τα «ΤΑ ΠΑΘΗ».
Ένας κράταγε ένα ξύλινο σταυρό τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα και λίγες βιολέτες στην κορυφή του, άλλος κράταγε μικρό καλάθι για τα αβγά (βαμμένα κόκκινα με θαλασσινή βαφή αυτή τη φορά) και τα μουστοκούλουρα που μας φίλευαν οι νοικοκυρές και άλλος έπαιρνε από όποιον είχε να μας δώσει κάποιο πενηνταράκι ή δραχμή.
Στο τέλος γινόταν η μοιρασιά.
Χρόνια ξέγνοιαστα, χαρούμενα, ευλαβικά αλλά και φτωχικά και ανθρώπινα.
Χρόνια που σου αφήνουν όμορφες αναμνήσεις.
ΤΑ ΠΑΘΗ
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη.
Οι ρίζες ήταν ο Χριστός, τα φύλλα οι Αγγέλοι
και ‘κείνα τ’ αποκλώναρα ήταν οι μάρτυρες του,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος, ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό που θα τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά, η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή εξήλθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες,
το Γιο σου τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυρανάνε.
-Καλχά – Καλχά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία περόνια.
Εκείνος ο παράνομος, βαράει και φτιάχνει πέντε.
-Συ Φαραώ που τα ‘φτιαξες, εσύ να μας διδάξεις.
-Τα δυο βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
να χύσει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει,
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να πέσει μέσα,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον μονογενή της.
-Όσοι αγαπάτε τον Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,
όλοι να μ’ ακλουθήσετε να με παρηγοράτε.
Κανείς δεν την ακλούθησε παρά οι τρεις παρθένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερεις αντάμα,
επήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένανε δεν βλέπουν,
τηράν και δεξιότερα βλέπουν τον Αϊ Γιάννη.
-Αφέντη, Αϊ Γιάννη μου και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον Υιόκα μου και σε διδάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροκάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ ο Γυιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε κοντά και τον ρωτάει:
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κάθου να μ’ απαντέχεις,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν τα ουράνια,
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά με τρεις χρυσές καμπάνες.
Κι όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλακουρμαστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί εφανερώθη.
Οι ρίζες ήταν ο Χριστός, τα φύλλα οι Αγγέλοι
και ‘κείνα τ’ αποκλώναρα ήταν οι μάρτυρες του,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος, ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό που θα τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά, η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή εξήλθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες,
το Γιο σου τον επιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυρανάνε.
-Καλχά – Καλχά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία περόνια.
Εκείνος ο παράνομος, βαράει και φτιάχνει πέντε.
-Συ Φαραώ που τα ‘φτιαξες, εσύ να μας διδάξεις.
-Τα δυο βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
να χύσει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει,
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να πέσει μέσα,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον μονογενή της.
-Όσοι αγαπάτε τον Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,
όλοι να μ’ ακλουθήσετε να με παρηγοράτε.
Κανείς δεν την ακλούθησε παρά οι τρεις παρθένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερεις αντάμα,
επήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένανε δεν βλέπουν,
τηράν και δεξιότερα βλέπουν τον Αϊ Γιάννη.
-Αφέντη, Αϊ Γιάννη μου και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον Υιόκα μου και σε διδάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροκάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ ο Γυιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε κοντά και τον ρωτάει:
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κάθου να μ’ απαντέχεις,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν τα ουράνια,
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά με τρεις χρυσές καμπάνες.
Κι όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλακουρμαστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΛΛΙΩΡΗΣ
Ο ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΣ ΣΤΑ ΔΑΝΟΥΛΙΑΝΑΤΑ 2019
ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΦΩΤΟ ΑΝΤΕΑΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ