Δώσαμε ραντεβού σε ένα καφενεδάκι στο Μαρούσι, τη γειτονιά του. "Γειά σου Ευαγγελάτε" μου φώναξε μόλις πάτησα την πόρτα. Με περίμενε. Ευαγγελάτος κι αυτός, Βαγγέλης το μικρό του, από το κοντινό με το δικό μου χωριό, τα Μονοπωλάτα. Δεν τον αναγνώρισα. Είχαμε να ιδωθούμε 64 ολόκληρα χρόνια από κείνη τη νύχτα του χειμώνα (τέλος του 1949 ή αρχές του 1950). Ήθελα να του ευχηθώ "χρόνια πολλά, καλό πάσχα" και να του πω ακόμη ένα ευχαριστώ για τη βοήθεια που μου πρόσφερε τότε...Είχα μπει στο μοναδικό μικρό καπηλειό στο κέντρο του χωριού του. Μια μικρή παρέα έπιναν κρασί και συζητούσαν. Ανάμεσά τους και ο Βαγγέλης ο πραματευτής που έφερνε βόλτα τα χωριά μας και πουλούσε την πραματεια του ή την αντάλλαζε με είδος (αυγά, κοτόπουλα κ.λ.π.). Ζήτησα ένα φακό. Φάνταζα με κάποιον που είχαν βουτήξει στη θάλασσα με τα ρούχα του, την ντεμέλα (μαξιλαροθήκη) που χρησιμοποιούσα για σάκο σην πλάτη και την μεγάλη μαύρη ομπρέλα με τις σπασμένες αντένες που λίγο προηγούμενα και για την υπόλοιπη με στροφές ανηφοριά (περίπου δύο χιλιόμετρα), θα χρησιμοποιούσα για την ανιχνευση της άκρης του δρόμου (την κουρτελάδα) που όριζε τον γκρεμό. Ο Βαγγέλης πετάχτηκε αμέσως μέχρι το σπίτι του και μου' φερε έναν. Και το ταξίδι τελείωσε καλά. Ποτέ μου δεν θυμάμαι τέτοιο σκοτάδι! Το πράμα δεν ξεκίνησε έτσι. Πήγαινα στη Β' Λυκείου (Ε' ή αλλοιώς Ζ' τάξη του εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων Αργοστολίου). Κανονικά έπρεπε να πηγαίνω στο όμορο μικτό του Ληξουριού αλλά λόγοι "κληρονομικού εθνικοφρονικού ελλείμματος" το απέτρεψαν. Δεν θα περνούσα καλά και έτσι ο πατέρας μου με έκρυψε στο Αργοστόλι με κηδεμόνα τον νουνό μου Γυμνασιάρχη Θηλέων Μεμάγγελο Ευθυμιάτο (τον "γάτο") όπως τον έλεγαν οι μαθήτριες που υπηρετούσε εκεί. Τότε κάναμε μαθήματα και το Σάββατο. Σκολάσαμε και έτρεξα να προκάνω την μπεζίνα (μεγάλη, ξύλινη, μηχανοκίνητη, βάρκα καμπινάτη) που έκανε το δρομολόγιο Αργοστόλι - Ληξούρι και από κει δέκα χιλιόμετρα δρόμος, μιάμιση ώρα με τα πόδια, μέχρι το χωριό μου τα Δαμουλιανάτα. Την Κυριακή το απόγευμα θα επέστρεφα πλυμένος, αλλαγμένος, καλοτα'ι'σμένος με μια επιπλέον αλλαξιά εσώρουχα, τρόφιμα και χαρτζιλίκι για την επόμενη βδομάδα. Η δυνατή Όστρια (Νοτιάς) ήταν απαγορευτική για τον απόπλου. Περιμέναμε να πέσει κάπως ο αέρας. Βρήκα παβέντζο (απάγκιο) σε μια γωνιά στο απέναντι καφενείο, δικαιολόγησα την παραμονή μου με ένα γλυκό του κουταλιού και αξιοποίησα το χρονο διαβάζοντας τα μαθήματα της Δευτέρας. Αργά το απόγευμα δόθηκε η άδεια και σαλπάραμε. Με φουρτούνα βέβαια αλλά αυτό δεν με πείραζε καθόλου. Απεναντίας μάλιστα, μολονότι ποτέ μου δεν έμαθα καλό κολύμπι με διασκέδαζε, το γλεντούσα και έθρεφε το αρχικό μου όνειρο να γίνω καπετάνιος. Χάζευα τον κυβερνήτη που κρατούσε τη λαγουδέρα και προσπαθούσε ν' αποφεύγει με ζιγκ - ζαγκ πορεία όσο γίνεται την έκθεση της αριστερής παρειάς της μπεζίνας στον Νοτιά, που ερχόταν από τη μπασιά του κόλπου. Τον μετριασμό του αγέρα συνόδευε παράλληλα το γκρίζο φόρτωμα του ουρανού με μαύρα σύννεφα που κατέβαιναν χαμηλά και πίεζαν τη μέρα να σβύσει. Στο Ληξούρι ένας σιτέμπορος φίλος του πατέρα μου, με συμβούλεψε να μη ξεκινήσω για το χωριό και να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. Δεν τον άκουσα. Με το μυαλό που κουβαλούσα τότε, αγόρασα δυο σκάτουλες κιάκια (δυο κουτιά σπίρτα), έβγαλα τα παπούτσια που είχα για την πόλη και τα αντικατέστησα με τα πέδιλα που φύλαγα στη ντεμέλα για τον δρόμο. Σε λίγο άρχισε να σκοτεινιάζει. Όταν τα όρια του δρόμου χάνονταν, άναβα ένα, ένα, τα σπίρτα. Σύντομα τα κιάκια τέλειωσαν και τη δουλειά συνέχισαν οι μακρινές συχνές αστραπές που έδωσαν τη σκυτάλη σε κοντινά αστραπόβροντα με δυνατό ανεμοβρόχι, στο οποίο η ομπρέλα μου για λίγο αντιστάθηκε. Τα αναποδογυρίσματά της έσπασαν τις αντένες της μια, μια. Είχα βαρεθεί να την επιδιορθώνω με μαύρη δυνατή κλωστή και σύρματα. Για τα ρούχα δεν μ' έννοιαζε. Ο νους μου πήγαινε στα βιβλία για τα οποία την άλλη μέρα θα είμουνα αναγκασμένος ν' ανάψω φωτιά, να πέσουν κάρβουνα και με το σίδερο προσεκτικά να τα στεγνώσω φύλλο, φύλλο. Κατά τα άλλα, ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Το πράγμα όμως δυσκόλεψε πολύ όταν ξαφνικά αραίωσαν πολύ οι αστραπές και έμεινε με τις ριπές ανέμου η βροχή. Σκοτάδι αδιαπέραστο. Και τότε η ομπρέλα με βοήθησε να συνεχίσω προτείνοντάς την και ψαχουλεύοντας την άκρη της μιας πλευράς του δρόμου για γκρεμό, μάντρα ή χωράφι. Είχα διανύσει την μεγαλύτερη απόσταση και σε λίγο μπήκα στα Μονοπωλάτα όπου ο Βαγγέλης μου δάνισε το φακό του. Οι δάσκαλοι γονείς μου που πρόσφατα η κυβέρνηση Πλαστήρα επέτρεψε τον επαναδιορισμό τους σαν απολυμένοι για "αντεθνική δράση",τον ευχαρίστησαν και τον φίλεψαν ένα βάζο μέλι από το μελισσοκομείο μας που κείνες τις δύσκολες μέρες πολύ μας βοήθησε. Στον ένα ακόμη χρόνο που έμεινα στην Κεφαλονιά μέχρι την αποφοίτησή μου, συνάντησα κάμποσες φορές τον Βαγγέλη στη γύρα του και είχα σύντομες κουβέντες μαζί του. Μετά οι δρόμοι μας χώρισαν. Συνταξιούχος πια και έξη χρόνια μεγαλύτερος από μένα, στο καφενεδάκι του Μαρουσιού τον έκοψα να απολαμβάνει την απόμαχη ζωή με την άνεση χρόνου και τα καλούδια που στερήθηκε στα νιάτα του στο τρέξιμο του μεροκάματου. Είπαμε πολλά για τις οικογένειές μας και κείνες τις αξέχαστες μέρες του πενήντα. Ουσιαστικά η κουβέντα μας ήταν ένα προσκλητήριο νεκρών από τα χωριά μας. Ασήμαντων τότε που η ζωή ήταν φτηνή και σημαντικών σήμερα για τα βάσανα, τις πράξεις, τις στάσεις τους...Του' χα μαζί μου δυο μπουκάλια κρασί κόκκινο και άσπρο για το Πάσχα. Ήταν μεγάλη Τετάρτη του 2014. Για να μη τα κουβαλάει, επέμεινα να τον συνοδέψω μέχρι το σπίτι του. Χωρίσαμε με την υπόσχεση να βρεθούμε το Καλοκαίρι στο χωριό του, να φάμε ένα κοψίδι και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας στην πλατειούλα μπροστά από το καπηλειό που μου'φερε το φακό. Όταν τελικά πήγα στην Κεφαλονιά και τον αναζήτησα σ' έναν ξάδερφό του που έχει σούπερ μάρκετ πίσω από το ΚΤΕΛ του Ληξουριού, Ευαγγελάτος και αυτός, πήρα το μαντάτο. Λίγες μέρες πριν, είχε περάσει στην ανυπαρξία. Στις θύμησες των δικών του και τη δική μου όχι! Ένας ακάματος βιοπαλαιστής. σωστός οικογενειάρχης, χρηστός πολίτης. Ας ζουν καλύτερα σήμερα οι άνθρωποι και να θυμούνται κάπου, κάπου τις ρίζες τους. Βαρετές ας είναι οι διηγήσεις μας, αδικαιολόγητες κάποιες εμμονές μας, ψέυτικες ας τους φαίνονται οι ζωές μας...
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος, συνταξιούχος του ΤΣΑΥ Βριλήσσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου