…Ήλθε ο Λάζαρος, ήλθαν τα βάγια…
Γεράσιμος Σωτ.
Γαλανός
Το Σάββατο του Λαζάρου (1) είναι αυτό πριν την Κυριακή των
Βαΐων. Είναι δε αφιερωμένο στην παράξενη αλλά και λαοφιλή νεκρανάσταση του
Λαζάρου, που έχει συγκινήσει τους Χριστιανικούς λαούς και εμπνεύσει τους
αγιογράφους όλων των Δογμάτων στην λεπτομερή απεικόνισή της.
Τον
εντυπωσιασμό του από την Ανάσταση του Λαζάρου έχει δείξει ο Ελληνικός λαός και
στα αφηγηματικά στιχουργήματα που έχει συνθέσει για την ημέρα αυτή. Συνήθως
αυτά τα στιχουργήματα είναι σε γλώσσα λαϊκή, επηρεασμένη ελαφρά από τη λόγια
αλλά και την απλή αφήγηση του Ευαγγελίου.
Τα
στιχουργήματα αυτά που ποικίλουν από τόπο σε τόπο λένε ανήμερα το Σάββατο του Λαζάρου, «λέγουν τον Λάζαρον», με το γνωστό και μονότονο τρόπο τα παιδιά από
πόρτα σε πόρτα και στο τέλος προσθέτουν κολακευτικά λόγια και ευχές με σκοπό να
αποσπάσουν μεγαλύτερο φιλοδώρημα. Τα
στιχουργήματα αυτά προχωρούν σε οκτασύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους, που
συνθέτουν ένα παραστατικό δρώμενο και ψάλλονται με τροχαϊκό ρυθμό. Τα αφηγηματικά στιχουργήματα (κάλαντα
–μοιρολόγια) και ο τρόπος (ενδυματολογικά
ή παραστατικά) ποικίλουν σ' όλον τον Ελλαδικό χώρο που σαν θέμα χρειάζεται
πολυσέλιδη ανάλυση και καταγραφή.
Στην Κεφαλονιά παρουσιάζεται ο Λάζαρος (το
Λαζαρικό κείμενο) με τη μορφή καλάντων, με ιδιώματα της γλώσσας του νησιού και
με παραστατικό κινητικό θρήνο. Ο ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης, μας λέει πως το
άσμα το έψαλλαν τα παιδιά, μπροστά από
τις ιερές εικόνες, ενώ ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα μικρόν εσταυρωμένον μέσα
σε ανθόπλεκτο στεφάνι.
Ο εσταυρωμένος παλιά ήταν τυλιγμένος με ένα
διάφανο κάλυμμα-ρούχο και από τις λαβές έπεφταν διάφορες ταινίες χρωματιστές.
Φαίνεται παράξενο πως τα παιδιά χρησιμοποιούσαν εσταυρωμένον μια και δεν έλεγαν
στην περίπτωση αυτή τα Πάθη, αλλά την ανάσταση του Λαζάρου και του οποίου
έπρεπε να φέρουν την εικόνα του. Η εξήγηση που έχει δοθεί είναι ότι το Σάββατο του Λαζάρου προδηλώνει τον ερχομό
της Μεγάλης Εβδομάδας και τα Πάθη του Κυρίου. Ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα
καλάθι ή μεγάλο μαντήλι για τα δώρα, που ήταν την παλιά εποχή λευκά ή
κόκκινα αυγά και κέρματα.
Πιθανόν το
κείμενο του Λαζάρου και των Παθών να είναι κατάλοιπα από θρησκευτικά ιερά
δράματα ή αναπαραστάσεις που παίζονταν τη Βυζαντινή περίοδο.
Σε πολλά μέρη ακολουθεί η περιφορά του ομοιώματος του
Λαζάρου ή των προσφερόμενων αρτοπλαστικών σχημάτων του, (τα Λαζαρούδια) ή
(Λαζαρόνια) ή (Λαζαράκια). Αυτά είναι
μικρά ομοιώματα Λαζάρου πλασμένα με ζυμάρι και τα βάζουν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους.
Σε άλλα
μέρη όπως Κυκλάδες, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Ήπειρος, συνηθίζεται η περιφορά
ομοιωμάτων (συνήθως σταυρός με μαντίλια και εικονισματάκι, ή και άνθινων
Επιταφίων του Λαζάρου) που κρύβει τους συμβολισμούς της Άνοιξης.
Πάντως μέσα από τους φοβερούς διαλόγους, το ανέβασμα απ' τον
Άδη και τον παραστατικό τρόπο ψάλσιμο ο Λάζαρος έχει επικρατήσει σ' όλον τον
Ελλαδικό χώρο (2).
Το θέμα της
νεκρανάστασης του Λαζάρου δεν άφησε ασυγκίνητο και τον μεγάλο σατυρικό ποιητή
Ανδρέα Λασκαράτο (3), ο οποίος το σχολιάζει με τον δικό του μοναδικό
τρόπο, για να χτυπήσει τα κακώς κείμενα, και τις αδικίες και υποκρισίες της εποχής
του.
Στην Κεφαλονιά, από τόπο σε τόπο το Λαζαρικό κείμενο, παρουσιάζεται σε στιχουργικές και θεματικές
παραλλαγές, όπως αυτό το μικρό κείμενο που δεν ακολουθεί τόσο Ευαγγελική
γραμμή.
Καλημερά σας,
καλομπρινό σας (4)
Καλώς ήρταμε στ’
αρχοντικό σας
εάν ορίζετε να σας
ειπούμε
δια το Λάζαρο που
προσκυνούμε.
Ήλθε ο Λάζαρος, ήλθαν
τα βάγια
ήλθε ο υιός της
Παναγίας
ο αφέντης μας της
μετανοίας
-Πούσουν , Λάζαρε,
πούσουν κρυμμένος;
-ήμουνα στη γη βαθειά
χωμένος
και με τους νεκρούς
αποθαμένος.
Στο παραπάνω Λαζαρικό
κείμενο, τους τελευταίους στίχους τους συναντάμε και σε παραλλαγή, που δείχνουν συνοπτικά ότι
έρχεται το Πάσχα.
-Που ήσουν Λάζαρε,
που 'σουν κρυμμένος
και σ' εκλαίαμε.
-Ήμουνα στο μνήμα μου
κλεισμένος
και στο χάντακα
χαντακωμένος.
-Ασήκω, Λάζαρε, και
μην κοιμάσαι
ασήκω, πο’ ρχονται τ’
Άγια Πάθη
το Μέγα Σάββατο και η
Λαμπριά.
Δημοσιεύονται στο φυλλάδιο αυτό, κάποια λαζαρικά κάλαντα,
για να φανεί η μεγάλη ποικιλία που έχει το λαζαρικό κείμενο στο νησί μας. Τα
κείμενα μεταφέρθηκαν φωνητικά όπως
ειπώθηκαν, χωρίς καμιά διόρθωση στο άκουσμά τους. Βέβαια, ορισμένα αφηγήματα μοιάζουν με τα λαζαρικά κάλαντα της υπόλοιπης Ελλάδας, ιδιαίτερα από την
Δυτική, πιθανόν λόγω που διάφοροι λόγοι, κυρίως
μεταναστευτικοί μπόλιασαν την παράδοση του νησιού μας.
Κάλαντα Λαζάρου
Από την περιοχή
της Σάμης (5)
(Κάλαντα που ψάλλονται το Σάββατο του Λαζάρου, οπότε να
εσυνηθιζόταν περιφέρεται και ρόμβος με σταυρό, από καλάμι, με μαντήλια και
άνθινες γιρλάντες).
Καλήν ημέρα σας και γειά σας γειά σας
καλώς ευρήκαμε την αρχοντιά σας
εάν ορίζετε να σας ειπούμε
δια τον Λάζαρο που προσκυνούμε.
Ήρθε ο Λάζαρος και τα Βάια
ήρθ' ο Ιησούς μας στη Βηθανία
που τον υμνούσανε μικρά παιδιά
και τον υμνούσανε ως βασιλέα
παιδάκια άκακα και νεολαία
και μεις οι άνθρωποι που τον υμνούμε
ως βασιλέα να τον ιδούμε,
για να κερδίσουμε την βασιλεία
καθώς τα άκακα μικρά παιδία.
Και του Λαζάρου οι αδερφάδες
το δρόμο στρώσανε με πρασινάδες
για να περάσει ο Δάσκαλός τους
και ν' αναστήσει τον αδερφό τους
όπου απέθανε κι είναι στον Άδη
με τους νεκρούς του κάθετ' αμάδι.
-Έχετ' ελπίδες, τους λέει, ως κρένω
τον αδερφό σας, τον ανασταίνω
τον τάφο δείξτε μου κι εγώ πηγαίνω
με πρώτο λόγο τον ανασταίνω
Βγάζει ο Ιησούς φωνή μεγάλη
Όπου ακούστηκε κάτου στον Άδη.
-Λάζαρε, φίλε δεύρο στα έξω
δεν θέλω νάσαι στο σκότος μέσα.
Κι ευθύς εγείρεται από τον τάφο
κι ευχαριστάει τον ποιητή του.
-Σ' ευχαριστάω, ω ποιητά του
και σε δοξάζω, ω λυτρωτά μου
που μ' ελευθέρωσες από το σκότος
και τώρα είμαι στο φως και βλέπω
Κι οι αδερφάδες του τον ερωτούσαν
εκεί στον Άδη πως τα περνούσε.
-Ω αδερφάδες μου, εκεί στον Άδη
ήτανε νύχτα ήτανε σκοτάδι
και μες το στόμα μου είχα πρικάδα
και δεν εγνώρισα καμιά γλυκάδα
Κι η Λαμπριά μας καλώς να έρθει
για να κροτίσουμε "Χριστός Ανέστη"
και τα παιδία σας να τα χαρείτε
με άσπρα γένια να τα ιδείτε.
Να τα ιδείτε με άσπρα γένια
τα θηλυκά σας υπανδρευμένα
Εις έτη πολλά............
Από την περιοχή Μονοπολάτων Παλικής (6)
Αν είναι με το
θέλημα και με τον ορισμό σας
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ' αρχοντικό σας.
Καλή μέρα σας, καλόμπρινό
(7) σας
καλώς ηύραμε ’ς τ'
αρχοντικό σας
αν ορίζετε να σας
ειπούμε
για το Λάζαρο, που
προσκυνούμε.
Ηρθ' ο Λάζαρος και
τα Βαΐα
ήρθε κι' ο Χριστός
’ς τη Βηθανία.
Εβγάτε σας
παρακαλούμε - για να σας διηγηθούμε,
και να μάθετε τι'
γίνη- σήμερα ’ς την Παλαιστίνη.
Εις την πόλη Βηθανία
- Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό
τους -τόν γλυκύν και καρδιακό τους.
Τον μοιρολογούν και
λέγουν - τον μοιρολογούν και κλαίγουν,
τρεις ημέρες τόν
θρηνούσαν -και τόν εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την
Τετάρτη- κίνησ’ ο Χριστός για νάρτη.
και εβγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός
γονυκλιτεί - και τα πόδια τού φιλεί,
Αν ήσουν εδώ, Χριστέ
μου -δεν θ' απέθνησκ' αδελφός μου.
Πλην! και τώρα ‘γω
πιστεύω - και καλότατα ηξεύρω,
ότι δύνασ' αν θελήσης
- και νεκρούς να αναστήσης.
Τον τάφο να μου
δείξετε - και 'γω τόν ανασταίνω
τραπέζι να’ τοιμάσετε
-και ‘γω θενά πηγαίνω.
Επήγαν και τού
έδειξαν - τόν τάφο τού Λαζάρου,
τούς είπε και
εκύλησαν - τον λίθο, πούχε’ πάνου.
Τότε κι' ο Χριστός
δακρύζει - και τον Άδη φοβερίζει,
Άδη Τάρταρε και Χάρο- το Λάζαρο θα τόνε πάρω.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ
μου - φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθείς από τόν Άδη
- τι εξαίσιο σημάδι!
Λάζαρος απελυτρώθη -
αναστήθη κι' εσηκώθη
ζωντανός,
σαβανωμένος - και με το κερί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία - εκεί κι’ όλ’ η Βηθανία,
Μαθηταί και Αποστόλοι - τότε ευρεθήκαν όλοι.
Δόξα τω Θεώ φωνάζουν
- και το Λάζαρο ’ξετάζουν,
πές μας, Λάζαρε τι είδες;- εις τον Άδη, που
επήγες,
Είδα φόβους, είδα τρόμους - είδα βάσανα και
πόνους.
Δότε μου νερό λιγάκι
- να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς μου των
χειλέων - και μη μ' ερωτάτε πλέον.
Το πρώτο θαύμα
πώκαμε – ήταν ’ς τή Γαλιλαία,
πώκαμε το νερό κρασί
- κι' όλοι το θαύμα ’λέγαν.
Το δεύτερο που έκαμε,
ήταν της Βηθανίας,
που ανάστησε το
Λάζαρο τον αδερφό Μαρίας.
Εν άλλο, όπου έκαμε,
ήταν ’ςτόν Ιορδάνη,
που έλαβε το
βάπτισμα από τόν Ιωάννη.
Σε τούτο τ'
αρχοντόσπιτο πέτρα να μη ραΐση
κι’ ο νοικοκύρης του
σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση.
Να ζήση χρόνους
εκατό και να τούς απεράση,(8)
χίλια βρακοποκάμισα
να ζήση να χαλάση,
ν' ασπρίση σαν τη μπαμπακιά, σαν τ' ώργιο περιστέρι,
να τόν βλογάη ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Κι αν έχη γιο ’ ς τα
γράμματα κι’ Γιώργη στο κοντύλι,
να τόν αξιώση ο Θεός
να βάλη πετραχείλι.
Κι’ αν έχη κόρην ώμορφη,
γραμματικός τή θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός
πολλά προικιά γυρεύη,
γυρεύει κάμπους
άθερους με όλα τους τα στάρια,
γυρεύει και τη
θάλασσα μ' όλα της τα καράβια.
Σε τούτηνε την
κάμαρα, τη μαρμαροκτισμένη,
ογλήγορα θα μπάσουμε
νύφη καμαρωμένη.
Του χρόνου πάλι
νάρθουμε μ’ υγεία να σας βρούμε,
‘ ς τόν οικό σας χαρούμενοι κ’ όλοι να
τραγουδούμε.
Επωδός
Και του χρόνου και
πολλούς,
και τ' αυγά της
Νικολούς.
Από την περιοχή της Κατωγής Παλικής (9)
Αν είναι με την
άδεια και με τον ορισμό σας
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ' αρχοντικό σας.
Ο Λάζαρος μας
προσκαλεί με το "Χριστός Ανέστη"
στους Αποστόλους
έκραξε κι αυτός είναι στη μέση.
Πρώτα τον Πέτρο
έκραξε, Πέτρε μου ευλογημένε
που τρεις φορές μ' αρνήθηκες
κι οι τρεις συχωρεμένες.
Το πρώτο θαύμα του
Χριστού ήταν στη Γαλιλαία
του 'καμε το νερό
κρασί κι όλοι το θαύμα λέαν.
Δεύτερο θαύμα του
Χριστού ήταν στη Βηθανία
π' ανάστησε το
Λάζαρο τον αδελφό Μαρίας.
Οπ' είχε δύο αδελφές
κι όπου τον αγαπούσαν
κι ο Λάζαρος απέθανε
με κλάμα τον θρηνούσαν
και τον
μοιρολογούσαν.
Την ημέρα την
Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να 'ρθει
και εβγήκε η Μαρία
εξ' από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ
κλεί και τσου πόδας του φιλεί.
Εάν ήσουν εδώ Χριστέ
μου Δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Ναι, και τώρα γω
ηξεύρω ότι δύνασαι αν θέλεις
και νεκρούς να
ανασταίνεις.
Λένε, πίστευε Μαρία,
άγωμεν εις τα μνημεία
και παρ' ευθύς
ανοίξασι τον τάφο του εδείξασι.
Τότε κι ο Χριστός
δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
Άδη, Τάρταρε και
Χάρο, Λάζαρε θε να σου πάρω.
Έβγα έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου!
Και παρ' ευθύς ο
Λάζαρος, με την φωνήν εβγήκε
δεμένα είν' τα χέρια
του ώσπου εβγήκε.
Όλοι το Θεό δοξάζουν
και το Λάζαρο ' ξετάζουν.
Πες μας Λάζαρε τι
είδες εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και
πόνους.
Φέρτε μου λίγο
νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
τση καρδιάς των χειλέων και μη με ρωτάτε
πλέον.
Σ' αυτό το σπίτι που
'ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του
σπιτιού Χρόνια Πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια
εκατό και να τα διαπεράσει
Χίλια βρακοπουκάμισα
να ζήσει να χαλάσει.
Λαζαρικά Κάλαντα από το αρχείο του ιστοριοδίφη Ηλία
Αγγέλου Τσιτσέλη (10)
Καλή ώρα σας, γειά
χαρά σας, καλώς ηύραμεν την αφεντιά σας.
(Εάν ήτον ιερεύς εις
το σπίτι , ελέγαμεν ούτως :
Καλώς ημείς
ευρήκαμεν τον άξιον ιερέαν,
τον υπηρέτην του
Θεού, νύκτα και ημέραν .
Έπρεπε του Δεσπότου
μας πιτσούνι και ξιφτέρι
και ένα χρυσό
ευαγγέλιον στο δεξιόν του χέρι).
Ήλθαμεν, αν
ορίζετε, να σας διηγηθούμε,
πράγμα φρικτόν και
ακουστόν, προσέχετε,να πούμε.
Ο Λάζαρος με προσκαλεί σήμερον να αρχίσω,
το θαύμα , οπού
έγινε, αυτό να διηγήσω.
Ο Λάζαρος ο άγιος
από την Βιθανίαν,
μονάκριβος εθράθηκε
μ’ όλην την ευγενείαν.
Είχε και δύο
αδελφάς, οπού τον αγαπούσαν,
κι’ όταν απόθανε
αυτός , δάκρυα τον ελούσαν.
Έκλεον και ωδύροντο,
τας τρίχας ξανασπούσαν
και στον αέρα οι
κλαθμοί επάνω αντηχούσαν.
Αχ! Αδελφέ μας
Λάζαρε, ήλιε της ψυχής μας.
Αχ! Ήλιέ μας φωτεινέ
της ταπεινής ζωής μας.
Αχ! Να ήθελε
αποθάνωμε και μεις μαζή με σένα
και αδελφικώς να
είμεθα στην γην αγκαλιασμένα….
Απέρασαν μέρες
τέσσαρες, οπού ‘ τανε θαμμένος
και με τον λίθον
τόν βαρύν ήτον πλακωμένος.
Αλλ’ ο Χριστός το
ήξευρε, ώσαν καρδιογνώστης,
ως πλάστης μια ως
ποιητής και των ανθρώπων σώστης.
Λέγει των Αποστόλων
του – «ο Λάζαρος κοιμάται,
εις Βιθανίαν άγωμεν,
όλοι ακολουθάτε.
Εις Βιθανίαν άγωμεν
Λάζαρον να ξυπνήσω
από τον ύπνον τον
βαρύν και να τον αναστήσω».
-Μα αν κοιμάται , Δάσκαλε, πάλιν θέλει ξυπνήση,
να σηκωθή, να
περπατή, το θαύμα να στηρίξη.
Τότε τούς λέγει
φανερά πως είναι αποθαμένος
και τεταρτίως εις
την γην ο Λάζαρος χωσμένος.
Αμέσως εκινήσανε ,
πηγαίνουν κατ’ ευθείαν
και μετ’ ολίγον
έφτασαν εις πόλιν Βιθανίαν.
Απάνω από τον τάφον
του ό Ιησούς εστάθη
και ως Θεός οπού’
τανε ο Άδης εταράχθη.
Τότε, λοιπόν, ο
Ιησούς φωνάζει του Λαζάρου
και η φωνή του
ακούστηκε στα ένδοτερα του Άδου.
Και βρέθηκε ο
Λάζαρος έξω από το μνήμα ,
ως ήκουσεν τον
Ιησούν, ανέστη παρά χρήμα.
Τότε όσοι ευρέθησαν,
όλοιθ , μικροί, μεγάλοι,
επίστευσαν στον Ιησούν και είχον χαράν μεγάλην.
Τώρα, όσοι ακούσατε
του Ιησού το θαύμα,
φιλεύσατε μας και ημάς καν’ τί ολίγον πράγμα.
Δια να βρεθήτε την
Λαμπρά όλοι με την υγειάν σας,
άνδρες, γυναίκες και
παιδιά μ’ όλην την φαμελιά σας.
Εδώ, που
τραγουδήσαμε, πέτρα να μην ραΐση
κι’ ο νοικοκύρης του
σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήση.
Να ζήση χρόνους εκατό και να τους απεράση
και από τούς εκατό
κι’ εκεί ν’ ασπρίση , να γεράση.
Ν’ ασπρίση σαν την
βαμβακιά, σαν τα’ άγριο περιστέρι,
να κοσκινίξη το
φλωρί, να πέφτη τά λαγάρι
και τα’
αποκοσκινίδια του να δίνη του Λαζάρου.
(Αν ήτον νύμφη, ελέγαμε έτσι).
Εδώ στο σπίτι που’
ρθαμε, το μάρμαρο-κτισμένο,
ογλήγορα θα
μπάσωμε γαμβρόν καμαρωμένον.
(Αν ήτον γαμβρός, ελέγαμε έτσι).
Σε τούτηνε την
κάμαραν την μάρμαρο- κτισμένη,
ογλήγορα θα μπάσωμε
νύμφη καμαρωμένη.
Αξίζει να αναφερθούν
και τα λαζαρικά κάλαντα από το Χαράκτι (χωριό της περιοχής του Πυργιού), και
που ηχογραφήθηκαν από τον Σταύρο Καράκαση (11).
Οι πληροφορίες που
μας δίνονται, από το Νικόλαο Μπενετάτο, ετών 14, Χαράκτι 1967 είναι αξιόλογες
και μας δείχνουν τη διαφορετικότητα που παρουσιάζει το άσμα αυτό από μέρος σε
μέρος. …. « Παίρνουν ένα μεγάλο κόκκινο
γυναικείο μαντήλι και σκεπάζουν μ’ αυτό
ένα καλαμένιο σταυρό που τον στολίζουν με κάτι άσπρα αγριολούλουδα σαν προς
μαργαρίτες και άλλα λουλούδια της εποχής. Τον Λάζαρο κρατούν σ’ ένα ψηλό
καλάμι, σαν λάβαρο και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας τα κάλαντα και
παίρνοντας διάφορα δώρα».
Ακολουθεί επίσης ένας «Λάζαρος» τραγουδημένος
από τη Μαριγώ Κουρούκλη ετών 72,από τα Φραγκάτα το 1967. Στην αρχικά δημοσίευση και έκδοση του
άσματος, λέει πως «ο σκοπός είναι παλιός και σήμερα έχει αντικατασταθεί με
νεότερο που τον μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο» και ότι «η μελωδία του
ανήκει εις τον τρόπον του do, αντίστοιχον του Δ΄ δημοτικού ήχου της
Εκκλησιαστικής μουσικής, με χαρακτηριστική κατάληξιν εις την πέμπτην, καλύπτει
δε εις 6 μέτρα
των 4/8 δυο δισύλλαβους στίχους.
Λαζαρικά κάλαντα από τα
Φραγκάτα
Ηρθ’ ο Λάζαρος,
ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε το κλειδί της εβδομάδας,
ήρθε κι ο υιός της
Παναγίας
κι ο Αφέντης μας της
μακαρίας.
Μάρθα’ ξευρέ το,
προϋπαντά το,
σκύβει προσκυνάει
και χαιρετά το
.-Που’ σουν ,
Λάζαρε, δεν εφαινόσουν,
που σε κλαίγανε οι αδελφές σου:
-Ήμουνα στη γη βαθιά
χωσμένος
κι από τους νεκρούς απεθαμένος.
Τότ’ ο Λάζαρος ευθύς
ανέστη
κιαπό τους νεκρούς
εφανερώθη.
Δός μ’ αφέντη μου,
λίγο νεράκι,
που’ ν’τα χείλη μου
πικρό φαρμάκι,
γιατί στην Κόλαση
πολλά πικράδια
να το ξεύρετε όλοι
καθάρια.
Κ’ εσείς ,
χριστιανοί, οπού τ’ ακούτε,
κάνετε καλά μην
κολασθήτε
να πηγαίνετε στην
εκκλησία
να προσεύχεστε με
ευταξία.
Σημειώσεις
5. Από τη
μνήμη της Κυριακούλας Καλεράντε,
κάτοικος Ζερβάτων, 78 χρόνων το 2000 που
έγινε
η καταγραφή των καλάντων
Χωρίς να ζητήσω την άδεια
από τον Μάκη Σ Γαλανό εγώ
συμπληρώνω και τον Λάζαρο
Δαμουλιανάτικα
Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ
ΛΕΓΑΜΕ ΣΤΑ ΔΑΜΟΥΛΙΑΝΑΤΑ
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε και η εορτή μεγάλη και Άγια
Ο Λάζαρος μας προσκαλεί
σήμερα να ορίσει
τα θαύματα του Ιησού
και να μας διηγήσει
Το πρώτο θαύμα του Χριστού
ήταν στην Γαλιλαία
που κανε το νερό κρασί
κι όλοι το θαύμα λέαν
Δεύτερο θαύμα του Χριστού
ήταν στον Ιορδάνη
που έλαβε το βάπτισμα
από τον Αη Γιάννη
Το τρίτο και καλύτερο
ήταν το δικό μας
π ανάστησε τον Λάζαρο
αυτόν τον αδελφό μας
Είχε δυο αδερφές
που τον αγαπούσαν
όταν αυτός απέθανε
με δάκρυα τον θρηνούσαν
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να' ρθει.
Τότε βγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Πέφτει εμπρός γονατιστή
και τους Πόδας του φιλεί.
-Αν ήσουν εδώ Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μας,
Μα και τώρα εγώ ηξερω
Πως αν θέλεις αν θελήσεις
Και νεκρούς θα αναστήσεις
Τον τάφο να μου δείξετε
και εγώ εκεί πηγαίνω
Τραπέζια να ετοιμάσετε
κι εγώ τον ανασταίνω
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου
είπε και κύλησαν
τον λίθο από πάνω
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρε
Λάζαρε σήκω επάνω
Ο Λάζαρος με την φωνή
σηκώθηκε επάνω
δεμένα τα χεράκια
όπως στον τάφο μπήκε
- Πες μας Λάζαρε τι είδες
κει στον Άδη όπου πήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον.
Και τελειώναμε με τις ευχές
Σε τούτο τ αρχοντόσπιτο πετρά
να μη ραΐσει κι ο νοικοκύρης
του σπιτιού χρονιά πολλά να ζήσει
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ