Θέλομε να γίνωμεν ελεύθεροι και όχι να λεγόμεθα ελεύθεροι

ΗΛΙΑΣ ΖΕΡΒΟΣ ΙΑΚΩΒΑΤΟΣ 26-12-1848

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ


Σπανίζουν οι ευχάριστες και ιδιαίτερα σε καιρούς ανώμαλου
πολιτικού βίου  όταν το κράτος μοιράζει την εκτελεστική του εξουσία
ανάμεσα στα νόμιμα αστυνομικά όργανα και τις παρακρατικές συμμορίες.
Όταν δηλαδή το κράτος συνεργάζεται με τον υπόκοσμο. Μπορεί όμως και να
οφείλονται  όταν κάποιος ή κάποιοι κατατρεγμένοι σου κτυπούν την πόρτα
και σου ζητούν να τους συνδράμεις σε ότι μπορείς. Σε δύο τέτοιες
περιπτώσεις θα ήθελα να αναφερθώ στις οποίες υπήρξα μάρτυρας κατά τις
αρχές του εμφυλίου πολέμου στο χωριό μας. Χωρίς να θυμάμαι ποια
προηγήθηκε τις τοποθετώ σίγουρα μέσα στο 2ο εξάμηνο του1945 ή στο 1946
αλλά πριν την αρχή του Φθινοπώρου του έτους τούτου όπου άρχισα την
μέση μου εκπαίδευση στο Γυμνάσιο Αρρένων του Αργοστολιού.

   Στη μία απ’ αυτές ήταν Άνοιξη ή Φθινόπωρο και κοιμόμουν κατάκοπος
από τον κάμπο στρωματσάδα στο βορεινό δωμάτιο του προσεισμικού μας
σπιτιού με τους γονείς μου να κοιμούνται στο κρεβάτι τους στον ίδιο
χώρο. Με ξύπνησε το φως της λάμπας πετρελαίου που άναψαν και με τα
μάτια κλειστά ζήτησα από τη μάνα μου λίγο νερό. Την άκουσα φοβισμένη
να προφέρει το όνομά μου και να μου λέει να περιμένω για λίγο. Άνοιξα
τα μάτια και τότε είδα έναν όρθιο πάνω από το προσκέφαλό μου κρατώντας
ένα κοντό αυτόματο να με ρωτάει που κοιμάται ο πατέρας μου. Άπλωσα το
χέρι, έδειξα το δίπλα κρεβάτι και τότε παρεμβαίνει η μάνα. «Δεν έμεινε
παιδί μου απόψε στο Ληξούρι για να τελειώσει την υπόθεση που είχε με
την τράπεζα”;  Αυτή την αστεία απάντηση φαίνεται ότι είχε πει στον
παρακρατικό που της έκανε προφανώς την ίδια ερώτηση προηγούμενα για
την απουσία του συζύγου της. Λίγες ώρες αργότερα γέλαγε ο πατέρας μου
με την εμπλοκή του σε τράπεζα την οποία απέφευγε όπως ο διάολος το
λιβάνι. Αρχή του πάντοτε να σκεπάζεται με το πάπλωμα που είχε». Ο
τραμπούκος όμως εκείνη τη στιγμή της άστραψε ένα ανάποδο χαστούκι
ευτυχώς όχι δυνατό και έφυγε. Ήταν δασκάλα και ίσως από κάποιο
υπόλειμμα σεβασμού ή περιοριστική εντολή από τα αφεντικά του, τον
συγκράτησαν. Κοίταξα το προς τον Γέρακα παράθυρο όπου και η μεγαλύτερη
κλίση του κήπου. Ήταν ανοιχτό. Ο γέρος το είχε σκάσει και σωστά. Δεν
φυγοδικούσε. Όταν χρειάσθηκε ήρθαν ένα απόγευμα μία από τις
προηγούμενες βδομάδες ή μήνες και τον πήραν οι χωροφύλακες ή
εθνοφύλακες που προηγήθηκαν. Η νυχτερινή σύλληψη από μια παρακρατική
συμμορία δεν προμήνυε τίποτε καλό κείνες τις μέρες. Με την μάλλινη
φανέλα που πάντα φορούσε Χειμώνα – Καλοκαίρι, ίσως και με κάποιο παλιό
πουκάμισο για πιζάμα. Μακρύ άσπρο σώβρακο που κατέληγε μέσα σε  μαύρες
κάλτσες πιασμένες σ’ αυτό με παραμάνες και τα μαύρα παλιοπάπουτσα στο
χωριό. Παπούτσια πάντως! Είχαμε απελευθερωθεί τρομάρα μας και τα
τσαρούχια της κατοχής άρχισαν να περνάνε στην δεύτερη σειρά εφεδρείας.
Τσαρούχια  “Home made”  φορούσα ακόμη εγώ μέχρι που έγινα
γυμνασιόπαις. Αν χρειασθεί μπορώ να ξαναφτιάξω ανά πάσα στιγμή. Σε
λίγο τη σιωπή της νύχτας διέκοψαν πυκνοί πυροβολισμοί από αυτόματα
όπλα με λίγες εκρήξεις χειροβομβίδων για τρομοκρατία προφανώς και μετά
πάλι σιωπή. Ξημέρωσε. Πουθενά ο γέρος. Προχωρημένη μέρα, είχαμε την
επίσκεψη του Φανάκη, γιου του δασκάλου Γεράσιμου Τζουγανάτου. Περνούσε
από τον δρόμο στον Πηγανιά, τον είδε ο φυγάς από την καλύβα του
Κοτσιδά που είχε παβεντζώσει τη νύχτα και μας μήνυσε να του δώσουμε
και του πάει ρούχα να ντυθεί για να γυρίσει στο χωριό. Έτσι και έγινε.
Όταν τόσκασε ψιχάλιζε. Για τον λόγο αυτόν ανέφερα στην αρχή ότι θάταν
Άνοιξη ή Φθινόπωρο και για να κοιμάμαι στρωματσάδα στο πάτωμα, πρέπει
να έκανε ακόμη ζέστη. Πιθανότερο να ήταν Φθινόπωρο του 1945. Για να μη
βραχούν τα εσώρουχά του, μόλις απομακρύνθηκε από το σπίτι γδύθηκε και
τα στρίμωξε κάτω από τη μασχάλη του για να τα ξαναφορέσει στην καλύβα.
Αυτή ήταν η μία νυχτερινή επίσκεψη κείνο τον όμορφο καιρό!..

   Η άλλη δεν θυμάμαι αν ήταν λίγο πριν ή λίγο μετά, αφορούσε την
επίσκεψη προχωρημένο βράδυ- νυχτερινή να την πούμε κι αυτή τότε που
δεν υπήρχε ηλεκτρικό αλλά λύχνος ή λάμπα και η νύχτα άρχιζε νωρίς- του
θρυλικού αντάρτη και τώρα καπετάνιου του Δημοκρατικού Στρατού Ματθαίου
Κουλουμπή. Νομίζω ότι ήταν και Χειμώνας, γιατί δεν κοιμόμουν
στρωματσάδα στο πάτωμα, αλλά στο κρεβάτι του «πόρτεου» όπως λέγαμε το
μικρό δωματιάκι της μπασιάς, του σημερινού χολ. Στο βορεινό όπως πάντα
οι γονείς, στο νότιο τα άλλα μου αδέλφια. Άκουσα κτύπους στην πόρτα.
Σηκώθηκα, πήγα δίπλα και τόπα στον πατέρα μου που εκείνη τη στιγμή
κουβέντιαζε με τον γαμπρό του Αντώνη Λαγάρη που είχε έρθει για υπόθεση
αγροτικής εργασίας την επόμενη ή επόμενες μέρες. Πέρασε στο πόρτεο και
έκλεισε την καμαρόπορτα. Πήγε στην εξώπορτα και ρώτησε «ποιος». Και η
απάντηση «εγώ ο Ματθαίος δάσκαλε». Μου έδωσε εντολή να πέσω και να
κουκουλωθώ.  Του άνοιξε, ο Ματθαίος μπήκε και το πρώτο που ρώτησε ήταν
«τι είναι αυτό» και φυσικά έδειχνε εμένα τον κουκουλωμένο. «Είναι ο
γιος μου» η απόκριση και του συνέστησε να μιλάει σιγά λέγοντας πως
είναι κάποιος δίπλα. Τι φοβάσαι, θέλεις να του παγώσω το σάλιο; Ρωτάει
με τον αυθορμητισμό του ο Ματθαίος. Και ο γέρος «τσώπα κακό να
σούρτει, είναι ο κουνιάδος μου»! Τα χρόνια εκείνα ο όρος κουνιάδος
περιελάμβανε αδιακρίτως και τον γαμπρό στο χωριό μας. Τι θέλεις,
ρώτησε τον Ματθαίο. «Είμαι με τα παιδιά, δώσε μας ότι μπορείς που να
κρατάει». Πέρασε στο δωμάτιο που κοιμούνταν τ’ αδέλφια μου και που
ήταν συγχρόνως και αποθήκη. Τούφερε ένα σακουλάκι αμύγδαλα, 4 ή 5
κοφίσια που είχαν περισσέψει από προνοητική προμήθεια μόλις άρχισε ο
πόλεμος του σαράντα κρεμασμένα στα πάτερα, λίγη φέτα τυρί που
τ’απόγευμα είχα βγάλει από το βαρέλι και βρισκόταν στο κρεμασμένο
φανάρι τροφίμων, δεν θυμάμαι αν και τι άλλο. Προσπάθησα να δω
ανασηκώνοντας λίγο την κουβέρτα από κει που ανέπνεα. Στάθηκε αδύνατο.
Το φως του λύχνου που κουβαλούσε ο φάδερ μαζί με τα πράγματα, έπαιζε
παράξενα.  Άκουγα, δεν έβλεπα. Φεύγοντας ο Ματθαίος ρώτησε τον δάσκαλο
αν θέλει να συγυρίσουν κανένα ρουφιάνο από το χωριό. «Να μη πειράξετε
κανενός ούτε τρίχα» η αυστηρή απάντηση. Και η επίσκεψη έληξε εδώ.

   Το τραγικό τέλος του Ματθαίου όπως και των άλλων ανδρών και
γυναικών του Δημοκρατικού Στρατού Κεφαλονιάς, ήρθε αργότερα το 1949
κατά το τέλος του εμφυλίου. Ο ίδιος αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα μέσα
στην σπηλιά που τον εντόπισαν, για να μη πέσει αιχμάλωτος. Δεν ήταν
τυχαίος άνθρωπος. Είχα ακούσει πολλά, αλλά γι’ αυτόν ας πουν άλλοι που
τον γνώρισαν από κοντά.

   Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος, Βριλήσσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: